- διπλοψηφία
- ητο να ψηφίζει κανείς δύο φορές στην ίδια εκλογή.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διπλοψηφία — η το να ψηφίζει κανείς δύο φορές στην ίδια εκλογή: Λένε πως βγήκε σύμβουλος με διπλοψηφία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διπλ(ο) — (διπλούς, διπλός) α συνθετικό λέξεων που δηλώνουν διπλασιασμό ή επανάληψη τής σημασίας τού β συνθετικού π.χ. διπλοπρόσωπος, διπλοπαρακαλώ ΣΥΝΘ. αρχ. διπλοείματος, διπλωδούμαι μσν. διπλοεντέληνος, διπλοκαλαμαράτος, διπλοπαλαιολόγος,… … Dictionary of Greek
διπλοψήφιση — η διπλοψηφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < διπλοψηφίζω. Η λ. διπλοψηφίσεις μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
διπλοψήφισμα — το [διπλοψηφίζω] διπλοψηφία … Dictionary of Greek
διπλοψήφιση — η η διπλοψηφία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διπλοψήφισμα — το η διπλοψηφία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)